- εξαπείδον
- ἐξαπεῑδον (Α)(αόρ. χωρίς ενεστ. αντί ενεστ. χρησιμοπ. το ἐξαφορῶ)παρατήρησα από μακριά, είδα σε απόσταση («στραφέντες ἐξαπείδομεν τὸν ἄνδρα», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαπείδομεν — ἐξαπεῖδον observe from afar aor ind act 1st pl ἐξαπεῖδον observe from afar aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)